απαλλαγή: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(5) |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπαλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[λύτρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] δυσάρεστο<br /><b>2.</b> [[τέλος]], [[θάνατος]]<br />«την κακή σου την [[απαλλαγή]]» ([[κατάρα]])<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀπαλλαγὴ βίου» <b>(Ιπποκρ.)</b>, «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» ([[Πλάτων]]), «τὸ [[χύλισμα]] τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω | |mltxt=η (AM [[ἀπαλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[λύτρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] δυσάρεστο<br /><b>2.</b> [[τέλος]], [[θάνατος]]<br />«την κακή σου την [[απαλλαγή]]» ([[κατάρα]])<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀπαλλαγὴ βίου» <b>(Ιπποκρ.)</b>, «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» ([[Πλάτων]]), «τὸ [[χύλισμα]] τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῖ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[αποδέσμευση]] από κάποια [[υποχρέωση]] («φορολογική [[απαλλαγή]]», «πήρε [[απαλλαγή]] από τον στρατό»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάλυση]] του γάμου<br /><b>2.</b> [[αναχώρηση]] ή τα [[μέσα]] για [[αναχώρηση]] ή [[διαφυγή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:47, 28 March 2021
Greek Monolingual
η (AM ἀπαλλαγή)
1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο
2. τέλος, θάνατος
«την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα)
αρχ.
«ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῖ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα (Θεόφρ.)
νεοελλ.
ελάφρυνση, αποδέσμευση από κάποια υποχρέωση («φορολογική απαλλαγή», «πήρε απαλλαγή από τον στρατό»)
αρχ.
1. διάλυση του γάμου
2. αναχώρηση ή τα μέσα για αναχώρηση ή διαφυγή.