συγκεραννύω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως | |mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῖσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως | |mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῖσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 28 March 2021
English (LSJ)
v. συγκεράννυμι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλο («λύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλο («λύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).