Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπιτίθεμαι: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).

Greek Monolingual

ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).