αραίος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀραῑος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν<br /><b>2.</b> [[καταραμένος]], φορτωμένος κατάρες<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]].
|mltxt=ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν<br /><b>2.</b> [[καταραμένος]], φορτωμένος κατάρες<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) αρά
1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν
2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες
3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος.