εφόλκιο: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόλκιον]]) [[εφολκός]]<br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[πλοίο]] ή [[λέμβος]] που ρυμουλκείται [[πίσω]] από ένα μεγάλο [[πλοίο]], εμπορικό ή πολεμικό, κν. [[φελούκα]], [[σκαμπαβία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφόλκια<br />έπιπλα καὶ αγώγιμα»<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με το το <i>Λεξ</i>. <i>Ρητορ</i>.) «ἐφόλκια<br />τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῖς | |mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόλκιον]]) [[εφολκός]]<br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[πλοίο]] ή [[λέμβος]] που ρυμουλκείται [[πίσω]] από ένα μεγάλο [[πλοίο]], εμπορικό ή πολεμικό, κν. [[φελούκα]], [[σκαμπαβία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφόλκια<br />έπιπλα καὶ αγώγιμα»<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με το το <i>Λεξ</i>. <i>Ρητορ</i>.) «ἐφόλκια<br />τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῖς ἀποδημοῦσιν»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐφόλκιον]]<br />[[πηδάλιον]] ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐφόλκιον) εφολκός
ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία
μσν.-αρχ.
συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια
έπιπλα καὶ αγώγιμα»
2. (σύμφωνα με το το Λεξ. Ρητορ.) «ἐφόλκια
τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῖς ἀποδημοῦσιν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφόλκιον
πηδάλιον ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι».