λειχήνας: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(22) |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, και [[λειχήνα]], η (AM [[λειχήν]], -ῆνος, ὁ, Α και [[λιχήν]], -ῆνος, Μ και [[λειχήνα]] και [[λειχήνη]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην [[επιφάνεια]] λίθων και το οποίο [[είναι]] συμβιωτικό [[φυτό]] που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό [[φύκος]] και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε [[συμβίωση]] («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ [[βρύον]] | |mltxt=ο, και [[λειχήνα]], η (AM [[λειχήν]], -ῆνος, ὁ, Α και [[λιχήν]], -ῆνος, Μ και [[λειχήνα]] και [[λειχήνη]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην [[επιφάνεια]] λίθων και το οποίο [[είναι]] συμβιωτικό [[φυτό]] που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό [[φύκος]] και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε [[συμβίωση]] («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ [[βρύον]] καλοῦσι», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ιατρ.-[[κτην]].)<br />βλατιδώδες [[εξάνθημα]] στην [[επιδερμίδα]] τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο [[είναι]] άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα [[σημεία]] του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, [[καθώς]] και σε διάφορους βλεννογόνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντομο]] επιβλαβές για τα φυτά<br /><b>2.</b> το [[εξόγκωμα]] που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] «[[γλείφω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ην</i>, -<i>ῆνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απτ</i>-<i>ήν</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, -ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, -ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ)
1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε συμβίωση («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ βρύον καλοῦσι», Διοσκ.)
2. (ιατρ.-κτην.)
βλατιδώδες εξάνθημα στην επιδερμίδα τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο είναι άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα σημεία του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, καθώς και σε διάφορους βλεννογόνους
αρχ.
1. έντομο επιβλαβές για τα φυτά
2. το εξόγκωμα που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω «γλείφω» + επίθημα -ην, -ῆνος (πρβλ. απτ-ήν)].