ἐξαποφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαποφθείρω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] εντελώς, [[φθείρω]] [[τελείως]], [[αφανίζω]] («κρεοκοποῡσι δυστήνων [[μέλη]] ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαποφθείρω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] εντελώς, [[φθείρω]] [[τελείως]], [[αφανίζω]] («κρεοκοποῦσι δυστήνων [[μέλη]] ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποφθείρω Medium diacritics: ἐξαποφθείρω Low diacritics: εξαποφθείρω Capitals: ΕΞΑΠΟΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: exapophtheírō Transliteration B: exapophtheirō Transliteration C: eksapoftheiro Beta Code: e)capofqei/rw

English (LSJ)

A destroy utterly, A.Pers.464, S.Tr.713.

German (Pape)

[Seite 871] gänzlich vernichten; ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον Aesch. Pers. 456; μόνη αὐτὴν ἐξαπ οφθερῶ Soph. Tr. 710.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποφθείρω: καταστρέφω ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 464, Σοφ. Τρ. 713.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαποφθερῶ, ao. ἐξαπέφθειρα;
détruire complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀποφθείρω.

Spanish (DGE)

destruir por completo, aniquilar ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον A.Pers.464, μόνη γὰρ αὐτὸν ... ἐξαποφθερῶ S.Tr.713.

Greek Monolingual

ἐξαποφθείρω (Α)
καταστρέφω εντελώς, φθείρω τελείως, αφανίζω («κρεοκοποῦσι δυστήνων μέλη ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξαποφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποφθείρω: совершенно губить, полностью уничтожать (βίον ἁπάντων Aesch.; τινά Soph.).

Middle Liddell

fut. -φθερῶ
to destroy utterly, Aesch., Soph.