ἱερόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierodoulos
|Transliteration C=ierodoulos
|Beta Code=i(ero/doulos
|Beta Code=i(ero/doulos
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[temple]]-[[slave]], PCair.Zen.451 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.35.3</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>34.13</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>6.25</span> (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>996.29 (Smyrna), <span class="title">BMus.Inscr.</span>986.4 (Cyprus), <span class="title">OGI</span>383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; <b class="b3">νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι</b>.<span class="bibl">Ph.2.420</span>; of the Nethinim, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.2</span>, al.; esp. of [[temple]] [[courtesan]]s at [[Corinth]] and elsewhere, <span class="bibl">Str.8.6.20</span>, <span class="bibl">6.2.6</span>; also of men, <span class="bibl">Id.11.4.7</span>, al.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hierodule]], [[temple]] [[slave]], PCair.Zen.451 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.35.3</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>34.13</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>6.25</span> (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>996.29 (Smyrna), <span class="title">BMus.Inscr.</span>986.4 (Cyprus), <span class="title">OGI</span>383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; <b class="b3">νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι</b>.<span class="bibl">Ph.2.420</span>; of the Nethinim, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.2</span>, al.; esp. of [[temple]] [[courtesan]]s at [[Corinth]] and elsewhere, <span class="bibl">Str.8.6.20</span>, <span class="bibl">6.2.6</span>; also of men, <span class="bibl">Id.11.4.7</span>, al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:06, 11 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδουλος Medium diacritics: ἱερόδουλος Low diacritics: ιερόδουλος Capitals: ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: hieródoulos Transliteration B: hierodoulos Transliteration C: ierodoulos Beta Code: i(ero/doulos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A hierodule, temple slave, PCair.Zen.451 (iii B.C.), PHib.1.35.3 (iii B.C.), UPZ34.13 (ii B.C.), PTeb.6.25 (ii B.C.), SIG996.29 (Smyrna), BMus.Inscr.986.4 (Cyprus), OGI383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι.Ph.2.420; of the Nethinim, LXX 1 Es.1.2, al.; esp. of temple courtesans at Corinth and elsewhere, Str.8.6.20, 6.2.6; also of men, Id.11.4.7, al.

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, ἡ, Sklaven u. Sklavinnen, die, zum Tempeldienste bestimmt, als den Göttern gehörig betrachtet werden; bes. in den Tempeln der Aphrodite in Korinth u. sonst; γυναῖκες Strab. VI, 272; Philo. Vgl. Hirt über die Hierodulen.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόδουλος: ὁ, ἡ, δοῦλος ναοῦ, νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι Φίλων 2. 420· ἰδίως ἐπὶ δημοσίων ἑταιρῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, «ἃς ἀνετίθεσαν τῇ θεῷ καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες» Στράβ. 378, 272, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 87· κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2327, 5082· ἴδε Κουρτ. Ἀνέκδ. Δελφ. σ. 16. κ. ἑξ.· - ἱεροδουλεία (ὀρθὸν δουλία), ἡ, ἑταιρεία τῶν ἱεροδούλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6000. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
esclave attaché au service d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, δοῦλος.

Greek Monolingual

η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
πόρνη
αρχ.
1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού
(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)
2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι
γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερό- + δούλος. Η νεοελλ. σημ. «εταίρα» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. ιερόδουλοι, αι «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία»].

Russian (Dvoretsky)

ἱερόδουλος: ὁ, ἡ иеродул, раб при храме, храмовый служитель Plut.