καταπλουτίζω: Difference between revisions
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπλουτίζω''': μέλλ. -ιῶ, [[μεγάλως]] [[πλουτίζω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ | |lstext='''καταπλουτίζω''': μέλλ. -ιῶ, [[μεγάλως]] [[πλουτίζω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 115C. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:40, 20 April 2021
English (LSJ)
A enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.
German (Pape)
[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.
French (Bailly abrégé)
rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.
Greek Monolingual
(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.
Greek Monotonic
καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταπλουτίζω: (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πλουτίζω rijk maken.