πυλουρός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλουρός''': ὁ, ([[οὖρος]] = [[φύλαξ]]) = [[πυλωρός]], Ἡρόδ. 3. 72, 77, 118, 140, 156, ἀείποτε [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[πυλωρός]]. - Πρβλ. [[θυρωρός]].
|lstext='''πῠλουρός''': ὁ, ([[οὖρος]] = [[φύλαξ]]) = [[πυλωρός]], Ἡρόδ. 3. 72, 77, 118, 140, 156, ἀείποτε μετὰ διαφόρ. γραφ. [[πυλωρός]]. - Πρβλ. [[θυρωρός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:12, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλουρός Medium diacritics: πυλουρός Low diacritics: πυλουρός Capitals: ΠΥΛΟΥΡΟΣ
Transliteration A: pylourós Transliteration B: pylouros Transliteration C: pylouros Beta Code: pulouro/s

English (LSJ)

ὁ,= πυλωρός, Hdt.3.72,77,118,140,156 (with v.l. υλωρός in 72, 156), Baur and Rostovtzeff A Second Report on Dura-Europos 138 (ii A.D.), Gloss.: as fem., ib.

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, Thürwächter, = πυλωρός, Her. 3, 72. 77. 118. 140.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλουρός: ὁ, (οὖρος = φύλαξ) = πυλωρός, Ἡρόδ. 3. 72, 77, 118, 140, 156, ἀείποτε μετὰ διαφόρ. γραφ. πυλωρός. - Πρβλ. θυρωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. πολωρός.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
βλ. πυλωρός.

Greek Monotonic

πῠλουρός: ὁ (οὖρος, φύλακας), = πυλωρός, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλουρός -οῦ, ὁ Ion. voor πυλωρός.

Russian (Dvoretsky)

πῠλουρός: ὁ и ἡ Her. = πυλωρός.

Middle Liddell

πῠλ-ουρός, οῦ, ὁ, οὖρος custos] = πυλωρός, Hdt.]