πυλουρός

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλουρός Medium diacritics: πυλουρός Low diacritics: πυλουρός Capitals: ΠΥΛΟΥΡΟΣ
Transliteration A: pylourós Transliteration B: pylouros Transliteration C: pylouros Beta Code: pulouro/s

English (LSJ)

ὁ, = πυλωρός, Hdt.3.72,77,118,140,156 (with v.l. †υλωρός in 72, 156), Baur and Rostovtzeff Second Report on Dura-Europos 138 (ii A.D.), Glossaria: as fem., ib.

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, Thürwächter, = πυλωρός, Her. 3, 72. 77. 118. 140.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. πολωρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλουρός -οῦ, ὁ Ion. voor πυλωρός.

Russian (Dvoretsky)

πῠλουρός: ὁ и ἡ Her. = πυλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλουρός: ὁ, (οὖρος = φύλαξ) = πυλωρός, Ἡρόδ. 3. 72, 77, 118, 140, 156, ἀείποτε μετὰ διαφόρ. γραφ. πυλωρός. - Πρβλ. θυρωρός.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
βλ. πυλωρός.

Greek Monotonic

πῠλουρός: ὁ (οὖρος, φύλακας), = πυλωρός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πῠλ-ουρός, οῦ, ὁ, οὖρος custos] = πυλωρός, Hdt.]