πυλουρός
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
ὁ, = πυλωρός, Hdt.3.72,77,118,140,156 (with v.l. †υλωρός in 72, 156), Baur and Rostovtzeff Second Report on Dura-Europos 138 (ii A.D.), Glossaria: as fem., ib.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, Thürwächter, = πυλωρός, Her. 3, 72. 77. 118. 140.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. πολωρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυλουρός -οῦ, ὁ Ion. voor πυλωρός.
Russian (Dvoretsky)
πῠλουρός: ὁ и ἡ Her. = πυλωρός.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλουρός: ὁ, (οὖρος = φύλαξ) = πυλωρός, Ἡρόδ. 3. 72, 77, 118, 140, 156, ἀείποτε μετὰ διαφόρ. γραφ. πυλωρός. - Πρβλ. θυρωρός.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
βλ. πυλωρός.
Greek Monotonic
πῠλουρός: ὁ (οὖρος, φύλακας), = πυλωρός, σε Ηρόδ.