συνεκτίκτω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκτίκτω''': [[τίκτω]], γεννῶ [[ὁμοῦ]], τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις, τίκτειν τροφὴν [[μετὰ]] τοῦ τικτομένου ζῴου, ὡς γίνεται παρὰ τοῖς ᾠοτόκοις τῶν ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 9, πρβλ. Πολιτικ. 1. 8, 10.
|lstext='''συνεκτίκτω''': [[τίκτω]], γεννῶ [[ὁμοῦ]], τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις, τίκτειν τροφὴν μετὰ τοῦ τικτομένου ζῴου, ὡς γίνεται παρὰ τοῖς ᾠοτόκοις τῶν ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 9, πρβλ. Πολιτικ. 1. 8, 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτίκτω Medium diacritics: συνεκτίκτω Low diacritics: συνεκτίκτω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΙΚΤΩ
Transliteration A: synektíktō Transliteration B: synektiktō Transliteration C: synektikto Beta Code: sunekti/ktw

English (LSJ)

A bring forth together, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις produce food simultaneously with the young, as oviparous animals do, Arist. GA774b30, cf. Pol.1256b10, cj. in Pl.Tht.156b.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τίκτω), mit od. zugleich gebären, ὠά, zugleich Eier legen, Arist. gen. an. 3, 2, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτίκτω: τίκτω, γεννῶ ὁμοῦ, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις, τίκτειν τροφὴν μετὰ τοῦ τικτομένου ζῴου, ὡς γίνεται παρὰ τοῖς ᾠοτόκοις τῶν ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 9, πρβλ. Πολιτικ. 1. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

enfanter ou produire en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκτίκτω.

Greek Monolingual

Α
γεννώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»].

Greek Monotonic

συνεκτίκτω: γεννώ μαζί, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτίκτω: одновременно рождать, производить: σ. τροφὴν τοῖς τέκνοις Arst. рождая детенышей, обеспечивать их пищей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκτίκτω tegelijk voortbrengen.

Middle Liddell


to bring forth together, Arist.