σφακελισμός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰκελισμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ [[σφάκελος]] ἡ [[ἄμετρος]] [[ὀδύνη]]· καὶ ἡ [[μετὰ]] σπασμοῦ καὶ ὀδύνης [[πρόεσις]]· καὶ ἡ τῶν ὀστέων [[σῆψις]]», ἴδε καὶ Σουΐδ.
|lstext='''σφᾰκελισμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ [[σφάκελος]] ἡ [[ἄμετρος]] [[ὀδύνη]]· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης [[πρόεσις]]· καὶ ἡ τῶν ὀστέων [[σῆψις]]», ἴδε καὶ Σουΐδ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:21, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελισμός Medium diacritics: σφακελισμός Low diacritics: σφακελισμός Capitals: ΣΦΑΚΕΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: sphakelismós Transliteration B: sphakelismos Transliteration C: sfakelismos Beta Code: sfakelismo/s

English (LSJ)

ὁ, = σφάκελος (middle finger), A ὀστέων Hp.Art. 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5, cf. Arist.PA672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr.860a19, cf. Erot.Fr.18. 2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100. 3 epilepsy in horses, Hippiatr.108.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκελισμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ σφάκελοςἄμετρος ὀδύνη· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης πρόεσις· καὶ ἡ τῶν ὀστέων σῆψις», ἴδε καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφακελίζω
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών του σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰκελισμός: ὁ Arst. = σφάκελος 1.