στημόνιον: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "\n" to "")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering.
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
}}
}}

Revision as of 16:40, 9 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημόνιον Medium diacritics: στημόνιον Low diacritics: στημόνιον Capitals: ΣΤΗΜΟΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmónion Transliteration B: stēmonion Transliteration C: stimonion Beta Code: sthmo/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of A στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στημόνι.

Greek Monotonic

στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.

Middle Liddell

στημόνιον, ου, τό, [Dim. of στήμων signf. I, Arist.]