τανύπτερος: Difference between revisions
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tanypteros | |Transliteration C=tanypteros | ||
|Beta Code=tanu/pteros | |Beta Code=tanu/pteros | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> = [[τανυσίπτερος]], [[with extended wings]], [[long-winged]], οἰωνοί h.Cer. 89; [[αἰετός]] Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of [[arrow]]s, Tim. Pers.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:59, 12 July 2021
English (LSJ)
ον,
A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.
German (Pape)
[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
English (Slater)
τᾰνύπτερος
1 long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)
Greek Monolingual
και τανυσίπτερος, -ον, Α
αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί-πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
τᾰνύπτερος: -ον, βραχύτερος τύπος του τανυσίπτερος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπτερος: длиннокрылый или с широко распростертыми крыльями (οἰωνοί HH; αἰετός Hes., Pind.).
Middle Liddell
τᾰνύ-πτερος, ον, [shorter form of τανυσίπτερος, Hes., Pind.]