Αἰολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "of or [[like the " to "of or like the [[")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. jón. -έες Hdt.1.28, át. -εῖς pero -ῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι <i>BCH</i> 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]<br />[[eolio]] gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.<i>Cyr</i>.6.2.10, <i>HG</i> 3.4.11, Scymn.239, <i>BCH</i> l.c. • DMic.: <i>ạ3-wo-re-u-si</i> (?).
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. jón. -έες Hdt.1.28, át. -εῖς pero -ῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι <i>BCH</i> 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]<br />[[eolio]] gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.<i>Cyr</i>.6.2.10, <i>HG</i> 3.4.11, Scymn.239, <i>BCH</i> l.c. • DMic.: <i>ạ3-wo-re-u-si</i> (?).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰολεύς Medium diacritics: Αἰολεύς Low diacritics: Αιολεύς Capitals: ΑΙΟΛΕΥΣ
Transliteration A: Aioleús Transliteration B: Aioleus Transliteration C: Aioleys Beta Code: *ai)oleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, Aeolian; pl. A Αἰολέες Hdt.1.28, Att. Αἰολεῖς or -ῆς Th.7.57:—hence Adj. Αἰολικός, ή, όν, of or like the Aeolians, Theoc.1.56(v.l.); of the Aeolic dialect, A.D.Adv.193.15,al.: Comp. -ώτερον 194.8; of Aeolic metre, Heph.7.5. Adv. -κῶς S.E.M.1.78:—Αἰόλιος, α, ον, in the Aeolian mode, νόμος Plu.2.1132d:—fem. Αἰολίς, ίδος, Hes.Op.636, Hdt., etc.; of the Aeolian mode, Pratin.5; of the Aeolic dialect, A.D.Adv.155.11: Subst., Αἰολίς, , Id.Synt.309.25: poet. fem. Αἰοληΐς, Pi.O.1.102.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰολεύς: έως, ὁ, κάτοικος τῆς Αἰολίδος ἢ ὁ εἰς τὴν Αἰολικὴν φυλὴν ἀνήκων· πληθ. Αἰολέες, Ἡροδ. 1, 28, Ἀττ. Αἰολεῖς ἢ -ῆς, Θουκ. 7. 57: -ἐντεῦθεν ἐπίθ. Αἰολικός ή, όν, = ἀνήκων εἰς Αἰολέα ἢ ὅμοιος τοῖς Αἰολεῦσι. Θεόκρ. 1.56, κτλ. - θηλ. Αἰολίς, ίδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 638., Ἡρόδ. κτλ. ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, Πινδ. Ο.1.164: - Ἐπίρρ. Αἰολικῶς, Γραμμ.

English (Slater)

Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q. v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: <αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
• Morfología: [nom. plu. jón. -έες Hdt.1.28, át. -εῖς pero -ῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι BCH 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]
eolio gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.Cyr.6.2.10, HG 3.4.11, Scymn.239, BCH l.c. • DMic.: ạ3-wo-re-u-si (?).

Greek Monotonic

Αἰολεύς: -έως, ὁ, ο κάτοικος της Αιολίδας· πληθ. Αἰολέες, Αττ. Αἰολεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. Αἰολικός, , -όν, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. Αἰολίς, -ίδος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.

Middle Liddell


an Aeolian; pl. Αἰολέες, attic Αἰολεῖς or -ῆς Hdt., Thuc.