βασκάνιον: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[amuleto]] πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.<i>Fr</i>.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos</i> Str.16.4.17, cf. Phryn.<i>PS</i> 53.<br /><b class="num">2</b> plu. [[influjos malignos]] Ἀίδεω <i>Epigr.Gr</i>.381.3 (Ezanos III d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:20, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68. II in pl., malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).
German (Pape)
[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.
Greek (Liddell-Scott)
βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.Fr.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos Ἀίδεω Epigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).
Greek Monolingual
βασκάνιον το (Α) βάσκανος
1. μέσο που προφυλάσσει από τη βασκανία
2. πληθ. τα μάγια.
Russian (Dvoretsky)
βασκάνιον: τό средство отведения злых чар, амулет Arph.