δυσκινησία: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Aph</i>.3.17, <i>Mul</i>.1.29<br /><b class="num">1</b> [[dificultad de movimiento]], [[falta de agilidad]], [[lentitud]] de anim.: de los moluscos, Arist.<i>PA</i> 685<sup>a</sup>8, de los elefantes, D.S.3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, D.S.31.38, de una persona gruesa, D.S.33.27, de los olores por el aire, Arist.<i>Pr</i>.907<sup>a</sup>11, cf. Phld.<i>Sens</i>.1.4, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.<i>in Ti</i>.2.40.10, cf. Arist.<i>GA</i> 780<sup>a</sup>25, Theo Sm.65, Simp.<i>in Cael</i>.670.18<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A<br /><b class="num">•</b>[[inamovible]], [[firme]] δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.<i>AI</i> 18.23 (cód.).<br /><b class="num">2</b> medic. [[dificultad de movimiento]], [[torpor de movimiento]], [[discinesia]] en las embarazadas, Hp.<i>Mul</i>.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.<i>Aph</i>.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ [[βάρος]] ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.<i>Alex</i>.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.<i>SA</i> 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.7.2.1, Gal.6.121, op. [[ἀκινησία]] Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.80, βάρους [[αἴσθησις]] καὶ δ. Alex.Trall.<i>Oc</i>.174, por el frío, Sch.Nic.<i>Th</i>.382a, cf. Cass.<i>Pr</i>.70, Steph.<i>in Hp.Progn</i>.154.35. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:50, 20 July 2021
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ, A difficulty of moving, Hp.Aph.3.17, Arist. GA780a25, PA685a8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκῑνησία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι δυσκολία, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté de se mouvoir.
Étymologie: δυσκίνητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.3.17, Mul.1.29
1 dificultad de movimiento, falta de agilidad, lentitud de anim.: de los moluscos, Arist.PA 685a8, de los elefantes, D.S.3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, D.S.31.38, de una persona gruesa, D.S.33.27, de los olores por el aire, Arist.Pr.907a11, cf. Phld.Sens.1.4, Alex.Aphr.Pr.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.in Ti.2.40.10, cf. Arist.GA 780a25, Theo Sm.65, Simp.in Cael.670.18
•fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A
•inamovible, firme δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cód.).
2 medic. dificultad de movimiento, torpor de movimiento, discinesia en las embarazadas, Hp.Mul.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.Aph.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ βάρος ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.Alex.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.SA 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.Acut.Chron.7.2.1, Gal.6.121, op. ἀκινησία Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.Eun.3.2.80, βάρους αἴσθησις καὶ δ. Alex.Trall.Oc.174, por el frío, Sch.Nic.Th.382a, cf. Cass.Pr.70, Steph.in Hp.Progn.154.35.
Greek Monolingual
η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη)
δυσκολία στην κίνηση
νεοελλ.
1. νωθρότητα, νωχέλεια
2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση
β) ανωμαλία της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό
γ) φρ. «δυσκινησία χοληφόρων οδών» — διαταραχή της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων οδών του οργανισμού χωρίς οργανική αιτία.
Russian (Dvoretsky)
δυσκῑνησία: ἡ затрудненное движение, малоподвижность Arst., Plut.