δεύτατος: Difference between revisions
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον | |dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -τάτιος, -η, -ον Max.350<br />sup. de [[δεύτερος]] [[el último]] δ. ἦλθεν <i>Il</i>.19.51, <i>Od</i>.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος <i>Od</i>.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; <i>AP</i> 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres</i> Pi.<i>O</i>.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, <i>Schwyzer</i> 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:54, 20 July 2021
English (LSJ)
η, ον, Sup. of δεύτερος, A = ὕστατος, the last, Il.19.51, Mosch.4.65, Schwyzer90.3, 92.2 (Argos, iii B. C.), etc.:—prob. f.l. in Pi.O.1.50.
German (Pape)
[Seite 552] der letzte, superlativ. zu δεύτερος, von δεύεσθαι, Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῦ δεύεσθαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσθαι ἐνδεῖν ἐστι, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 248. Bei Homer findet sich δεύτατος dreimal, überall an derselben Stelle des Verses, mit dem 2. Fuße beginnond: Iliad. 19, 51 αὐτὰρ ὁ
French (Bailly abrégé)
η, ον :
litt. tout à fait le second, càd le dernier.
Étymologie: Sp. de δεύτερος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
δεύτᾰτος
1 last, end of τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (δεύτερα e codd. Athenaei Schweighauser. at the end of the meal ) (O. 1.50)
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): -τάτιος, -η, -ον Max.350
sup. de δεύτερος el último δ. ἦλθεν Il.19.51, Od.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος Od.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; AP 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres Pi.O.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, Schwyzer 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch.
Greek Monolingual
δεύτατος, -η, -ον και δευτάτιος, -α και -η, -ον (Α)
τελευταίος, έσχατος («δεύτατος ἦλθεν... Ἀγαμέμνων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δεύτερος με επίθημα δηλωτικό του υπερθετικού βαθμού].
Greek Monotonic
δεύτατος: -η, -ον, υπερθ. του δεύτερος, έσχατος, τελευταίος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δεύτατος: [superl. к δεύτερος последний (δ. ἦλθεν, δεύτατον εἶπεν ἔπος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεύτατος -η -ον [δεύτερος] laatste.