ἐλεόθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> pero ἑλεόθρεπτος Orio 141.9<br />[[criado en los pantanos]] σέλινος <i>Il</i>.2.776, Nic.<i>Th</i>.597, en explicaciones de gramáticos antiguos sobre su etim., Orio l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλεόθρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή φύεται σε ελώδεις περιοχές («ἑλεόθρεπτον [[σέλινον]]»). | |mltxt=[[ἑλεόθρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή φύεται σε ελώδεις περιοχές («ἑλεόθρεπτον [[σέλινον]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, (< ἕλος) marsh-bred, σέλινον Il. 2.776, Nic. Th. 597.
German (Pape)
[Seite 795] (eigtl. ἑλ.), sumpfgenährt, in Sümpfen wachsend; σέλινον Il. 2, 776; Nic. Th. 597.
English (Autenrieth)
growing in marshes, Il. 2.776†.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): pero ἑλεόθρεπτος Orio 141.9
criado en los pantanos σέλινος Il.2.776, Nic.Th.597, en explicaciones de gramáticos antiguos sobre su etim., Orio l.c.
Greek Monolingual
ἑλεόθρεπτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται ή φύεται σε ελώδεις περιοχές («ἑλεόθρεπτον σέλινον»).