αύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, <b>[[πρβλ]].</b> [[συναυλία]] ([[αυλή]]) «η συζυγική [[συμβίωση]]», [[συναυλία]] ([[αυλός]]) «[[συμφωνία]] αυλών».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>απαυλία</i>, [[αγραυλία]], [[δυσαυλία]], [[επαύλιον]], [[θυραυλία]], [[μοναυλία]], [[ομαυλία]], [[συναυλία]].
|mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, [[πρβλ]]. [[συναυλία]] ([[αυλή]]) «η συζυγική [[συμβίωση]]», [[συναυλία]] ([[αυλός]]) «[[συμφωνία]] αυλών».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>απαυλία</i>, [[αγραυλία]], [[δυσαυλία]], [[επαύλιον]], [[θυραυλία]], [[μοναυλία]], [[ομαυλία]], [[συναυλία]].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.