αφάκα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀφάκη]])<br />το [[φυτό]] [[λάθυρος]] ο [[ερέβινθος]], το [[λαθούρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] [[φλόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεοελλ. [[αφάκα]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αφάκη</i>, λ. αβέβαιης <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό (με μειωτική [[χροιά]]) ή προθεματικό <span style="color: red;">+</span> [[φακός]] «[[φακή]]», [[πράγμα]] που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός. Ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <i>αποφάκη</i> (με συλλαβική [[ανομοίωση]] ή [[απλολογία]]), τ. όπου το <i>απο</i>- εκφράζει την [[έννοια]] «[[είδος]] του» με μειωτική [[απόχρωση]] ( | |mltxt=η (Α [[ἀφάκη]])<br />το [[φυτό]] [[λάθυρος]] ο [[ερέβινθος]], το [[λαθούρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] [[φλόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεοελλ. [[αφάκα]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αφάκη</i>, λ. αβέβαιης <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό (με μειωτική [[χροιά]]) ή προθεματικό <span style="color: red;">+</span> [[φακός]] «[[φακή]]», [[πράγμα]] που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός. Ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <i>αποφάκη</i> (με συλλαβική [[ανομοίωση]] ή [[απλολογία]]), τ. όπου το <i>απο</i>- εκφράζει την [[έννοια]] «[[είδος]] του» με μειωτική [[απόχρωση]] ([[πρβλ]]. ανάλογο σχηματισμό στα <i>απόλινον</i>, [[απόμελι]] κ.ά). Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α ἀφάκη)
το φυτό λάθυρος ο ερέβινθος, το λαθούρι
νεοελλ.
το φυτό φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αφάκα < αρχ. αφάκη, λ. αβέβαιης ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό (με μειωτική χροιά) ή προθεματικό + φακός «φακή», πράγμα που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός. Ή, κατ' άλλους, < αποφάκη (με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία), τ. όπου το απο- εκφράζει την έννοια «είδος του» με μειωτική απόχρωση (πρβλ. ανάλογο σχηματισμό στα απόλινον, απόμελι κ.ά). Έχει υποστηριχθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική].