δενδρυάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δενδρυάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κρύβομαι [[ανάμεσα]] στα δένδρα του δάσους<br /><b>2.</b> βυθίζομαι και [[μένω]] [[κάτω]] από το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δενδρύω]] που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. [[δρυς]] «[[βαλανιδιά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τις γλώσσες «<i>δενδρυάζειν</i><br />το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, [[κυρίως]] εις τας [[δρυς]]...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].
|mltxt=[[δενδρυάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κρύβομαι [[ανάμεσα]] στα δένδρα του δάσους<br /><b>2.</b> βυθίζομαι και [[μένω]] [[κάτω]] από το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δενδρύω]] που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. [[δρυς]] «[[βαλανιδιά]]» ([[πρβλ]]. τις γλώσσες «<i>δενδρυάζειν</i><br />το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, [[κυρίως]] εις τας [[δρυς]]...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῠάζω Medium diacritics: δενδρυάζω Low diacritics: δενδρυάζω Capitals: ΔΕΝΔΡΥΑΖΩ
Transliteration A: dendryázō Transliteration B: dendryazō Transliteration C: dendryazo Beta Code: dendrua/zw

English (LSJ)

A lurk, hide in the wood, Paus.Gr.Fr.119, Hsch. II dive and remain under water, EM256.4.

German (Pape)

[Seite 546] sich unter Bäumen oder Eichen verstecken, VLL. Verwandt δένδρεον und δρῦς, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 204.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρυάζω: παραμένω, κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27.

Spanish (DGE)

1 guarecerse bajo las encinas Hsch., EM 255.55G., Sud.
2 ocultarse bajo el agua Sud., Eust.396.29.
3 ret. δενδρυάζουσα φωνή tal vez voz tamizada de los maestros de declamación, Ael.Dion.δ 7.

Greek Monolingual

δενδρυάζω (Α)
1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα του δάσους
2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].