επωδή: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM ἐπωδή<br />Α και [[ἐπαοιδή]])<br />μαγική ωδή, [[ξόρκι]], [[μαγγανεία]] («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεία]] για [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν [[πατήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχάριστο [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> ἐπῳδὸς άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωδή</i>, [[συνηρημένος]] τ. του [[αοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] «[[τραγουδώ]]» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. <i>άδω</i>) που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>αοιδ</i>- του θ. <i>αειδ</i>-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] τών ομόρριζων [[επωδή]] και <i>ἐπῳδὸς</i>. <i>Επωδή</i> σημαίνει «[[ξόρκι]]», ενώ η λ. <i>επῳδός</i> δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο [[μέρος]] ενός τραγουδιού» ( | |mltxt=η (AM ἐπωδή<br />Α και [[ἐπαοιδή]])<br />μαγική ωδή, [[ξόρκι]], [[μαγγανεία]] («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεία]] για [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν [[πατήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχάριστο [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> ἐπῳδὸς άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωδή</i>, [[συνηρημένος]] τ. του [[αοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] «[[τραγουδώ]]» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. <i>άδω</i>) που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>αοιδ</i>- του θ. <i>αειδ</i>-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] τών ομόρριζων [[επωδή]] και <i>ἐπῳδὸς</i>. <i>Επωδή</i> σημαίνει «[[ξόρκι]]», ενώ η λ. <i>επῳδός</i> δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο [[μέρος]] ενός τραγουδιού» ([[πρβλ]]. [[ρεφραίν]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐπωδή
Α και ἐπαοιδή)
μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)
αρχ.
1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.)
2. ευχάριστο τραγούδι
3. ἐπῳδὸς άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωδή, συνηρημένος τ. του αοιδή (< αείδω «τραγουδώ» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. άδω) που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα αοιδ- του θ. αειδ-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τών ομόρριζων επωδή και ἐπῳδὸς. Επωδή σημαίνει «ξόρκι», ενώ η λ. επῳδός δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο μέρος ενός τραγουδιού» (πρβλ. ρεφραίν)].