εύτοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].