ηλεκτρόλυση: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> χημική διεργασία [[κατά]] την οποία πραγματοποιείται [[διάσπαση]] μιας ουσίας με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρικού ρεύματος<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλεκτρόλυση]], θεραπευτική» — [[μέθοδος]] που συνίσταται στην [[καταστροφή]] ανεπιθύμητων οργανικών ιστών με συνεχές ηλεκτρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>electrolysis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lysis</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λύση]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλεκτρόλυσις</i> μαρτυρείται απο το 1884 στον Τιμολέοντα Α. Αργυρόπουλο].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> χημική διεργασία [[κατά]] την οποία πραγματοποιείται [[διάσπαση]] μιας ουσίας με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρικού ρεύματος<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλεκτρόλυση]], θεραπευτική» — [[μέθοδος]] που συνίσταται στην [[καταστροφή]] ανεπιθύμητων οργανικών ιστών με συνεχές ηλεκτρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electrolysis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lysis</i> ([[πρβλ]]. [[λύση]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλεκτρόλυσις</i> μαρτυρείται απο το 1884 στον Τιμολέοντα Α. Αργυρόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. χημ. χημική διεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται διάσπαση μιας ουσίας με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος
2. ιατρ. φρ. «ηλεκτρόλυση, θεραπευτική» — μέθοδος που συνίσταται στην καταστροφή ανεπιθύμητων οργανικών ιστών με συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrolysis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -lysis (πρβλ. λύση). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόλυσις μαρτυρείται απο το 1884 στον Τιμολέοντα Α. Αργυρόπουλο].