εὐτερπής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐτερπής]], -ές (Α)<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] και όχι <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[τέρπος]], που [[είναι]] μεταγενέστερο), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>επι</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[εὐτερπής]], -ές (Α)<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] και όχι <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[τέρπος]], που [[είναι]] μεταγενέστερο), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>επι</i>-<i>τερπής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτερπής Medium diacritics: εὐτερπής Low diacritics: ευτερπής Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: euterpḗs Transliteration B: euterpēs Transliteration C: efterpis Beta Code: eu)terph/s

English (LSJ)

ές, A delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.

English (Slater)

εὐτερπής
   1 joyous ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος pr. (O. 6.105)

Greek Monolingual

εὐτερπής, -ές (Α)
τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α-τερπής, επι-τερπής].

Greek Monotonic

εὐτερπής: -ές (τέρπω), τερπνός, θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Πίνδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτερπής: прелестный, очаровательный (ὕμνων ἄνθος Pind.; φωνή Anth.).

Middle Liddell

εὐ-τερπής, ές τέρπω
delightful, Pind., Anth.