θεόκλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς<br /><b>2.</b> αυτός που εισακούστηκε από τον θεό<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κλυτος</i>, <i>ονομά</i>-<i>κλυτος</i>].
|mltxt=[[θεόκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς<br /><b>2.</b> αυτός που εισακούστηκε από τον θεό<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>κλυτος</i>, <i>ονομά</i>-<i>κλυτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκλῠτος Medium diacritics: θεόκλυτος Low diacritics: θεόκλυτος Capitals: ΘΕΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: theóklytos Transliteration B: theoklytos Transliteration C: theoklytos Beta Code: qeo/klutos

English (LSJ)

ον, A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.). II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.

Greek Monolingual

θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά-κλυτος, ονομά-κλυτος].

Greek Monotonic

θεόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόκλῠτος: воссылаемый к богам, обращенный к божеству (λιταί Aesch.).

Middle Liddell

θεό-κλῠτος, ον κλύω
calling on the gods, Aesch.