ιστιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῡς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]], <i>υδρο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῡς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>κανη</i>-[[φόρος]], <i>υδρο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)
αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῡς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)
πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, υδρο-φόρος.