κακόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μορφή]], [[άσχημος]], κακοφτειαγμένος, [[κακοκαμωμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομόρφως</i> (Α)<br />με κακόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριό</i>-<i>μορφος</i>, [[ποικιλόμορφος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μορφή]], [[άσχημος]], κακοφτειαγμένος, [[κακοκαμωμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομόρφως</i> (Α)<br />με κακόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>αγριό</i>-<i>μορφος</i>, [[ποικιλόμορφος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόμορφος:''' безобразный, некрасивый Anth.
|elrutext='''κᾰκόμορφος:''' безобразный, некрасивый Anth.
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορφος Medium diacritics: κακόμορφος Low diacritics: κακόμορφος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kakómorphos Transliteration B: kakomorphos Transliteration C: kakomorfos Beta Code: kako/morfos

English (LSJ)

ον, A misshapen, Sor. 1.39, 47, AP5.88 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1301] mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορφος: -ον, ἀσχημόμορφος, Ἀνθ. Π. 5. 89· κακόμορφε Επιγρ. Kaib. 1140, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόμορφος, -ον)
αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος.
επίρρ...
κακομόρφως (Α)
με κακόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό-μορφος, ποικιλόμορφος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμορφος: безобразный, некрасивый Anth.