κακότυχος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακότυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[άτυχος]], [[κακόμοιρος]], [[δύστυχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[δυστυχία]], [[συμφορά]] («ὤχου καιρὸς [[κακότυχος]]», Σουμμ.)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[πονηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακότυχα</i> (Μ κακότυχα)<br />με [[δυστυχία]], άτυχα, άθλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κακοτυχής]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[άτυχος]] <span style="color: red;"><</span> [[ατυχής]])].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακότυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[άτυχος]], [[κακόμοιρος]], [[δύστυχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[δυστυχία]], [[συμφορά]] («ὤχου καιρὸς [[κακότυχος]]», Σουμμ.)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[πονηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακότυχα</i> (Μ κακότυχα)<br />με [[δυστυχία]], άτυχα, άθλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κακοτυχής]] ([[πρβλ]]. και [[άτυχος]] <span style="color: red;"><</span> [[ατυχής]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακότυχος, -ον)
αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.)
2. κακός, πονηρός.
επίρρ...
κακότυχα (Μ κακότυχα)
με δυστυχία, άτυχα, άθλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κακοτυχής (πρβλ. και άτυχος < ατυχής)].