κέγχρινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κέγχρινος]], -ίνη, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κεχρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κεχρίνη</i><br />[[σούπα]] από [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ινος</i> ( | |mltxt=[[κέγχρινος]], -ίνη, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κεχρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κεχρίνη</i><br />[[σούπα]] από [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>, <i>σάρκ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
English (LSJ)
η, ον, A made of millet, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; ἡ κεγχρίνη millet-pottage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1410] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρῐνος: -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. ἄλευρον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, ἕψημα. πόλτος, «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κέγχρινος, -ίνη, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από κεχρί
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεχρίνη
σούπα από κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ινος (πρβλ. πήλ-ινος, σάρκ-ινος)].