κάλαντα: Difference between revisions Search Google

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κάλανδα]], τα (Μ [[κάλαντα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευχετήρια και εγκωμιαστικά εορταστικά άσματα που τραγουδιούνται, [[συνήθως]] από [[παιδιά]], [[κατά]] τις παραμονές τών Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και τών Θεοφανείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔχω [[κάλαντα]]» — έχω [[κάθε]] [[μέρα]] [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάνδαι]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calendae</i> (<i>dies</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>cal</i>- που απαντά στο λατ. ρ. <i>calo</i>, -<i>are</i> «[[καλώ]], [[φωνάζω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[καλώ]]) «η [[πρωτομηνιά]]» στο ρωμαϊκό [[ημερολόγιο]], [[κατά]] την οποία γινόταν [[γιορτή]]. Την παλιότερη γνωστή [[μαρτυρία]] για το [[έθιμο]] τών καλάντων δίνει ο Ιω. Τζέτζης (<i>Χιλιάδες</i>) τον 12ο αιώνα].
|mltxt=και [[κάλανδα]], τα (Μ [[κάλαντα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευχετήρια και εγκωμιαστικά εορταστικά άσματα που τραγουδιούνται, [[συνήθως]] από [[παιδιά]], [[κατά]] τις παραμονές τών Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και τών Θεοφανείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔχω [[κάλαντα]]» — έχω [[κάθε]] [[μέρα]] [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάνδαι]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calendae</i> (<i>dies</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>cal</i>- που απαντά στο λατ. ρ. <i>calo</i>, -<i>are</i> «[[καλώ]], [[φωνάζω]]», [[πρβλ]]. [[καλώ]]) «η [[πρωτομηνιά]]» στο ρωμαϊκό [[ημερολόγιο]], [[κατά]] την οποία γινόταν [[γιορτή]]. Την παλιότερη γνωστή [[μαρτυρία]] για το [[έθιμο]] τών καλάντων δίνει ο Ιω. Τζέτζης (<i>Χιλιάδες</i>) τον 12ο αιώνα].
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κάλανδα, τα (Μ κάλαντα)
νεοελλ.
ευχετήρια και εγκωμιαστικά εορταστικά άσματα που τραγουδιούνται, συνήθως από παιδιά, κατά τις παραμονές τών Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και τών Θεοφανείων
μσν.
φρ. «ἔχω κάλαντα» — έχω κάθε μέρα γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάνδαι < λατ. calendae (dies) (< θ. cal- που απαντά στο λατ. ρ. calo, -are «καλώ, φωνάζω», πρβλ. καλώ) «η πρωτομηνιά» στο ρωμαϊκό ημερολόγιο, κατά την οποία γινόταν γιορτή. Την παλιότερη γνωστή μαρτυρία για το έθιμο τών καλάντων δίνει ο Ιω. Τζέτζης (Χιλιάδες) τον 12ο αιώνα].