καστανιά: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[γάβανο]], γαβάνι.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i><br /> ο τ. <i>κασταν</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[καστανέα]], με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: <i>μηλ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[γάβανο]], γαβάνι.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i><br /> ο τ. <i>κασταν</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[καστανέα]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: <i>μηλ</i>-<i>ιά</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM καστανέα, Α και κάστανος ή και κάστανον, τὸ)
το δέντρο που παράγει τον καρπό κάστανο
νεοελλ.
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης φηγώδη, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοινή καστανιά
2. το ξύλο της καστανιάς («το έπιπλο αυτό είναι από καστανιά»)
3. το έπιπλο που έχει κατασκευαστεί από ξύλο καστανιάς
4. οικιακό σκεύος από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για μεταφορά φαγητού, αλλ. γάβανο, γαβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -έα
ο τ. κασταν-ιά < καστανέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλ-έα: μηλ-ιά)].