κερατόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κερατόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί όπως το [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), | |mltxt=[[κερατόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί όπως το [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.
German (Pape)
[Seite 1422] wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόφωνος: -ον, πέμπων φωνὴν κερατίνης σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5.
Greek Monolingual
κερατόφωνος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί όπως το κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].