κλυτόδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυτόδενδρος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[περίφημος]] για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>δενδρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δενδρος</i>].
|mltxt=[[κλυτόδενδρος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[περίφημος]] για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>δενδρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δενδρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόδενδρος Medium diacritics: κλυτόδενδρος Low diacritics: κλυτόδενδρος Capitals: ΚΛΥΤΟΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: klytódendros Transliteration B: klytodendros Transliteration C: klytodendros Beta Code: kluto/dendros

English (LSJ)

ον, A famous for trees, Πιερίη AP4.2.1 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόδενδρος: -ον, περίφημος διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
renommé pour ses beaux arbres.
Étymologie: κλυτός, δένδρον.

Greek Monolingual

κλυτόδενδρος, -ον (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό-δενδρος, φιλό-δενδρος].

Greek Monotonic

κλῠτόδενδρος: -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόδενδρος: славящийся (своими) деревьями (Πιερίη Anth.).

Middle Liddell

κλῠτό-δενδρος, ον δένδρον
famous for trees, Anth.