κοιλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλίσκος]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[μαχαίρι]], [[κοίλο]] στο μπροστινό [[μέρος]] («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βωμ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>λυκ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=[[κοιλίσκος]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[μαχαίρι]], [[κοίλο]] στο μπροστινό [[μέρος]] («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. <i>βωμ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>λυκ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλίσκος Medium diacritics: κοιλίσκος Low diacritics: κοιλίσκος Capitals: ΚΟΙΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: koilískos Transliteration B: koiliskos Transliteration C: koiliskos Beta Code: koili/skos

English (LSJ)

ὁ, A scoop-shaped knife, for surgical uses, Gal.10.445, Id. ap.Orib.46.21.17, Paul.Aeg.6.90 (κυκλίσκος is v.l. in Gal. l.c. and an unnecessary conjecture in Orib., Paul.Aeg. ll.cc.):—Adj. κοιλισκωτός, ἐκκοπεύς Paul.Aeg. l.c. (v.l. κυκλισκωτός).

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, ein vorn ausgehöhltes Messer zum chirurgischen Gebrauch, auch κοιλισκωτός, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλίσκος: ὁ, κοῖλος ἐκκοπεύς, χειρουργικὴ μάχαιρα κοίλη εἰς τὸ ἔμπροσθεν, Ἀρχ. Χειρουργ. 94, 108· οὕτω, κοιλισκωτός, Παῦλος Αἰγ. 211. 53· ἐκκοπεὺς κοῖλος Γαλην. 10. 150.

Greek Monolingual

κοιλίσκος, ὁ (Α)
χειρουργικό μαχαίρι, κοίλο στο μπροστινό μέρος («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. βωμ-ίσκος, λυκ-ίσκος)].