κοινοπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοπάτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο [[πατέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοπάτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-[[πάτωρ]], <i>ψευδο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=[[κοινοπάτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο [[πατέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοπάτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-[[πάτωρ]], <i>ψευδο</i>-[[πάτωρ]].
}}
}}

Revision as of 13:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοινοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο-πάτωρ, ψευδο-πάτωρ.