κοριός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορέος]], ο (Μ [[κοριός]] και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό [[έντομο]] με πεπλατυσμένο [[σώμα]], το οποίο αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]] και ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα πιάσουμε κοριούς»<br />(ως [[έκφραση]] δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κόρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδελφ</i>-<i>εός</i>, <i>εριν</i>-<i>εός</i>). Ο τ. [[κορέος]] [[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=και [[κορέος]], ο (Μ [[κοριός]] και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό [[έντομο]] με πεπλατυσμένο [[σώμα]], το οποίο αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]] και ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα πιάσουμε κοριούς»<br />(ως [[έκφραση]] δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κόρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εός</i> ([[πρβλ]]. <i>αδελφ</i>-<i>εός</i>, <i>εριν</i>-<i>εός</i>). Ο τ. [[κορέος]] [[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κορέος, ο (Μ κοριός και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει δυσάρεστη οσμή και ανήκει στην τάξη ημίπτερα
νεοελλ.
1. μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές
2. φρ. «θα πιάσουμε κοριούς»
(ως έκφραση δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοριός < κορεός (με συνίζηση) < αρχ. κόρις + κατάλ. -εός (πρβλ. αδελφ-εός, εριν-εός). Ο τ. κορέος επίσης < κορεός με αναβιβασμό του τόνου].