Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κράβατος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>grabatus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβάκτιον]], [[κραβατάλιον]], [[κραβάτιον]], [[κραββατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραβακτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβαττοπυρία]], [[κραββατοποιός]], [[κραββατοφόριος]]].
|mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>grabatus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβάκτιον]], [[κραβατάλιον]], [[κραβάτιον]], [[κραββατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραβακτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβαττοπυρία]], [[κραββατοποιός]], [[κραββατοφόριος]]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράβατος Medium diacritics: κράβατος Low diacritics: κράβατος Capitals: ΚΡΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: krábatos Transliteration B: krabatos Transliteration C: kravatos Beta Code: kra/batos

English (LSJ)

v. κράββατος.

Greek Monolingual

και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος)
ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
φέρετρο
αρχ.
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως δάνειο και στη Λατινική (πρβλ. λατ. grabatus).
ΠΑΡ. αρχ. κραβάκτιον, κραβατάλιον, κραβάτιον, κραββατίζω
μσν.
κραβακτήριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κραβαττοπυρία, κραββατοποιός, κραββατοφόριος].