κουτάλα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κουτάλι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της [[ωμοπλάτης]] που συνδέει το [[χέρι]] με τον κορμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κουτάλι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλύβ</i>-<i>α</i>, [[κεφάλα]])<br />με τη 2. σημ. η λ. προέρχεται πιθ. από το ουσ. [[σκυτάλη]] ή, κατ' άλλους, από το λατ. <i>scutum</i> «[[ασπίδα]]»].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κουτάλι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της [[ωμοπλάτης]] που συνδέει το [[χέρι]] με τον κορμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κουτάλι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. <i>καλύβ</i>-<i>α</i>, [[κεφάλα]])<br />με τη 2. σημ. η λ. προέρχεται πιθ. από το ουσ. [[σκυτάλη]] ή, κατ' άλλους, από το λατ. <i>scutum</i> «[[ασπίδα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κουτάλι
2. κοινή ονομασία της ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι με τον κορμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. 1.< κουτάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-α, κεφάλα)
με τη 2. σημ. η λ. προέρχεται πιθ. από το ουσ. σκυτάλη ή, κατ' άλλους, από το λατ. scutum «ασπίδα»].