κρεόζωτο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρεόσωτο, το
χημ. υγρό μίγμα φαινολών με έντονη οσμή το οποίο λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην οδοντιατρική και στη βιομηχανία ξύλου, αλλ. σωσίκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. creosote < γερμ. < kreosot < kre- (πρβλ. κρεο- < κ(ρέας) + -sot (< σωτήρ)].