κρισσός: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρισσός]], ὁ (AM)<br />ο [[κιρσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ρόζος]] της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει [[ιξός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κιρσός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σσός</i> ( | |mltxt=[[κρισσός]], ὁ (AM)<br />ο [[κιρσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ρόζος]] της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει [[ιξός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κιρσός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σσός</i> ([[πρβλ]]. <i>κολο</i>-<i>σσός</i>) και [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A = κιρσός, Andreas ap.Dsc.4.118, Hippiatr.77, Hsch. II knot in oaks from which mistletoe springs, Id.
German (Pape)
[Seite 1511] att. = κιρσός; dah. κρισσοκάβωνες ἵπποι, οἳ κατὰ τῶν διδύμων κρισσοὺς ἔχουσιν, ἄθετοι πρὸς ὀχείαν, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
κρισσός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κιρσός, Ἱππιατρ. 54, 5· «ἡ ἐν ταῖς δρυσὶ γινομένη διάφυσις, ὅθεν ῥέει ὁ ἰξός. ἢ ἡ ἐν τοῖς ἄρθροις διάφυσις σκληρὰ καὶ ὀζώδης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρισσός, ὁ (AM)
ο κιρσός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιρσός, που εμφανίζει επίθημα -σσός (πρβλ. κολο-σσός) και μετάθεση του -ρ-].