κτήτορας: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, | |mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, [[πρβλ]]. μελλ. <i>κτή</i>-<i>σομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>κτί</i>-<i>τωρ</i>, <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, -ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα)
κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
(για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- του κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή-σομαι + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτί-τωρ, ρή-τωρ)].