κωλικός: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κολικός]], -ή, -ό (AM [[κωλικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κωλικός]]<br />παροξυσμικός [[πόνος]] στον χώρο της κοιλιάς και [[ιδίως]] [[εκείνος]] που προκαλείται από τη [[σύσπαση]] τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων [[οδών]], του οποίου το [[άνοιγμα]] έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «[[ηπατικός]] [[κωλικός]]» β. «[[νεφρικός]] [[κωλικός]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δυνατός]] [[πόνος]] εντέρου ή, γενικά, [[κάθε]] [[πόνος]] εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[κόλον]] του παχέος εντέρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κωλικὴ [[διάθεσις]]» — [[κωλικόπονος]]<br />β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο [[κωλικόπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωλικῶς</i><br />με κωλικό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]], μτγν. τ. του [[κόλον]] «[[τμήμα]] του παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]] «[[μέλος]]» και του λατ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]» (<b>βλ.</b> Ρ. Chantraine, <i>Dictionnaire etymologique de la langue grecque</i>, λ. [[κόλον]]). Η γρφ. [[κολικός]] οφείλεται [[είτε]] σε [[σύνδεση]] με το [[κόλον]] [[είτε]] σε [[επίδραση]] ξεν. όρων, | |mltxt=και [[κολικός]], -ή, -ό (AM [[κωλικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κωλικός]]<br />παροξυσμικός [[πόνος]] στον χώρο της κοιλιάς και [[ιδίως]] [[εκείνος]] που προκαλείται από τη [[σύσπαση]] τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων [[οδών]], του οποίου το [[άνοιγμα]] έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «[[ηπατικός]] [[κωλικός]]» β. «[[νεφρικός]] [[κωλικός]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δυνατός]] [[πόνος]] εντέρου ή, γενικά, [[κάθε]] [[πόνος]] εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[κόλον]] του παχέος εντέρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κωλικὴ [[διάθεσις]]» — [[κωλικόπονος]]<br />β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο [[κωλικόπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωλικῶς</i><br />με κωλικό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]], μτγν. τ. του [[κόλον]] «[[τμήμα]] του παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]] «[[μέλος]]» και του λατ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]» (<b>βλ.</b> Ρ. Chantraine, <i>Dictionnaire etymologique de la langue grecque</i>, λ. [[κόλον]]). Η γρφ. [[κολικός]] οφείλεται [[είτε]] σε [[σύνδεση]] με το [[κόλον]] [[είτε]] σε [[επίδραση]] ξεν. όρων, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>colique</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>colicus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κωλικός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, (κῶλον ΙΙ.6) suffering in the colon, having colic, prob.l. in Dsc.2.54, Gal.8.40; ἡ κ. διάθεσις colic, from its being seated in the colon and parts adjacent, Id.8.384; κ. φάρμακα remedies for colic, Id.13.266; κ. ἀντίδοτος Androm. ap. eund.13.276. Adv. κωλικῶς Gal.19.3.
German (Pape)
[Seite 1542] das κῶλον, Darm, betreffend, ὀδύνη κωλική, u. ä. νόσος, διάθεσις, Darmleiden, Darmgicht, Kolik, κωλικὰ φάρμακα, Heilmittel gegen die Kolik, Medic. – Auch adv., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῐκός: -ή, -όν, (κῶλον ΙΙ. 6) πάσχων τὸ κῶλον, ἔχων τὸν «κώλικα» ἢ «κωλικόπονον», πιθ. γραφὴ ἐν Διοσκ. 2. 59· ἡ κ. διάθεσις, ὁ κωλικόπονος ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἕδραν του ἐν τῷ κώλῳ (ἐντέρῳ) καὶ τοῖς πλησίον τόποις, Θεόφρ. (ἔνθα κωλιακός)· κ. φάρμακα, πραΰνοντα καὶ θεραπεύοντα τὸν πόνον, Ἰατ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 19. 3.
Greek Monolingual
και κολικός, -ή, -ό (AM κωλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ιατρ. το αρσ. ως ουσ. ο κωλικός
παροξυσμικός πόνος στον χώρο της κοιλιάς και ιδίως εκείνος που προκαλείται από τη σύσπαση τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων οδών, του οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «ηπατικός κωλικός» β. «νεφρικός κωλικός»)
νεοελλ.-μσν.
δυνατός πόνος εντέρου ή, γενικά, κάθε πόνος εντέρου
αρχ.
1. αυτός που έχει σχέση με το κόλον του παχέος εντέρου
2. φρ. α) «κωλικὴ διάθεσις» — κωλικόπονος
β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο κωλικόπονος.
επίρρ...
κωλικῶς
με κωλικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον, μτγν. τ. του κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' επίδραση της λ. κῶλον «μέλος» και του λατ. culus «πρωκτός» (βλ. Ρ. Chantraine, Dictionnaire etymologique de la langue grecque, λ. κόλον). Η γρφ. κολικός οφείλεται είτε σε σύνδεση με το κόλον είτε σε επίδραση ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. colique (< λατ. colicus < κωλικός)].