κωμομισθωτής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]].
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμομισθωτής Medium diacritics: κωμομισθωτής Low diacritics: κωμομισθωτής Capitals: ΚΩΜΟΜΙΣΘΩΤΗΣ
Transliteration A: kōmomisthōtḗs Transliteration B: kōmomisthōtēs Transliteration C: komomisthotis Beta Code: kwmomisqwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).

Greek Monolingual

κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο-μισθωτής, υπο-μισθωτής.