λέκτρονδε: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(3)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέκτρονδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] το [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>, δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]], που δηλώνει εις [[τόπο]] [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πέδον]]-<i>δε</i>, <i>πόλιν</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=[[λέκτρονδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] το [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>, δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]], που δηλώνει εις [[τόπο]] [[κίνηση]] ([[πρβλ]]. [[πέδον]]-<i>δε</i>, <i>πόλιν</i>-<i>δε</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λέκτρονδε:''' adv. на ложе, в постель Hom.
|elrutext='''λέκτρονδε:''' adv. на ложе, в постель Hom.
}}
}}

Revision as of 14:17, 23 August 2021

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.

Greek Monolingual

λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].

Russian (Dvoretsky)

λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.