κόψιχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόψιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κότσυφας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kops</i>(<i>o</i>)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>kosu</i> «[[κοτσύφι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kopso</i>-) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i>-<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μείλ</i>-<i>ι</i>-<i>χος</i>). Ο τ. [[κόσσυφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόψυ</i>-<i>φος</i> με [[αφομοίωση]]. Εμφανίζει κατάλ. -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άργυ</i>-<i>φος</i>). Στα μεσαιωνικά [[χρόνια]] μεταπλάστηκε σε <i>κόσσυφας</i> και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. [[κότσυφας]]].
|mltxt=[[κόψιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κότσυφας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kops</i>(<i>o</i>)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>kosu</i> «[[κοτσύφι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kopso</i>-) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i>-<i>χος</i> ([[πρβλ]]. <i>μείλ</i>-<i>ι</i>-<i>χος</i>). Ο τ. [[κόσσυφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόψυ</i>-<i>φος</i> με [[αφομοίωση]]. Εμφανίζει κατάλ. -<i>φος</i> ([[πρβλ]]. <i>άργυ</i>-<i>φος</i>). Στα μεσαιωνικά [[χρόνια]] μεταπλάστηκε σε <i>κόσσυφας</i> και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. [[κότσυφας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόψῐχος Medium diacritics: κόψιχος Low diacritics: κόψιχος Capitals: ΚΟΨΙΧΟΣ
Transliteration A: kópsichos Transliteration B: kopsichos Transliteration C: kopsichos Beta Code: ko/yixos

English (LSJ)

ὁ, A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος ΙΙ, Orib.inc.13.25.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.

Greek Monolingual

κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].

Greek Monotonic

κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.

Frisk Etymological English

Meaning: `blackbird
See also: s. κόσσυφος.

Middle Liddell

κόψῐχος, ὁ,
a blackbird, Ar.

Frisk Etymology German

κόψιχος: {kópsikhos}
Grammar: m.
Meaning: Amsel
See also: s. κόσσυφος.
Page 1,938