λεοντοπόδιο: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[λεοντοπόδιον]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και που γνωστότερο [[είδος]] του [[είναι]] το άλπειο [[λεοντοπόδιο]], κν. έντελβαϊς<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[ζωόνυχον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>ποδός</i>), | |mltxt=το (Α [[λεοντοπόδιον]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και που γνωστότερο [[είδος]] του [[είναι]] το άλπειο [[λεοντοπόδιο]], κν. έντελβαϊς<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[ζωόνυχον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. <i>κλινο</i>-[[πόδιον]], <i>κυνο</i>-[[πόδιον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α λεοντοπόδιον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς
αρχ.
το φυτό ζωόνυχον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -πόδιον (< πούς, -ποδός), πρβλ. κλινο-πόδιον, κυνο-πόδιον.