Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιγοστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκατ</i>-<i>οστός</i>)].
|mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> ([[πρβλ]]. <i>εκατ</i>-<i>οστός</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ολιγοστός -ή, -ό (AM ὀλιγοστός -ή, -όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και λιγοστός, -ή, -όν)
ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», Αριστοτ.)
αρχ.
ένας από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», Πλούτ.)
επίρρ...
λιγοστά (Α ὀλιγοστῶς)
νεοελλ.
ανεπαρκώς
αρχ.
σε πολύ λίγο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + ποσοστιαία κατάλ. -(ο)στός (πρβλ. εκατ-οστός)].